- ἔβλαπτε
- βλάπτωdisableimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ζορέ, Ογκίστ Μαρί Ζοζέφ Ζαν — (Jean Joseph Marie Auguste Jaurès, Καστρ, Ταρν 1859 – Παρίσι 1914). Γάλλος πολιτικός. Βουλευτής το 1885 του νομού Ταρν, αναδείχθηκε εξαιρετικός ρήτορας, και σε αυτή την πρώτη φάση της πολιτικής του δραστηριότητας επέδειξε μετριοπαθείς αντιλήψεις … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Θελάγια, Χοσέ Σάντος — (José Santos Zelaya, Μανάγκουα 1853 – Νέα Υόρκη 1919). Νικαραγουανός πολιτικός. Εκπρόσωπος του Φιλελεύθερου Κόμματος, ο Θ. ανέβηκε στην εξουσία με πραξικόπημα το 1893. Γρήγορα ήρθε σε ρήξη με τις ΗΠΑ υιοθετώντας μια πολιτική που έβλαπτε τα… … Dictionary of Greek
Καβούρ, Καμίλο Μπένσο, κόμης ντε- — (Camillo Bensoconte di Cavour, Τορίνο 1810 – Ρώμη 1861). Ιταλός πολιτικός, πρωτεργάτης της ιταλικής ενοποίησης. Ο Κ. καταγόταν από αρχοντική και πλούσια οικογένεια του Πεδεμοντίου (Πιεμόντε). Eγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία (1831) και… … Dictionary of Greek